ανισόπεδος

ανισόπεδος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι ισόπεδος: Για να πας στο χωριό θα ακολουθήσεις μια ανισόπεδη διάβαση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανισόπεδος — η, ο κ. ανισόπεδος, ο ο μη ισόπεδος, αυτός που δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ισόπεδος. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή (1809 1892)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”